ΟΙ ΚΑΛΙΚΑΝΤΖΑΡΟΙ

(ΤΑ ΠΑΓΑΝΑ)

 

 

  Παγανά είναι τα γνωστά σε όλους μας καλικαντζαράκια που οι παραδόσεις και οι θρύλοι τα θέλουν να παίζουν σπουδαίο ρόλο και να επηρεάζουν σημαντικά τις συνήθειες και τα έθιμα αυτών των ημερών.

 

Ο λαός πίστευε  ότι στα έγκατα της Γης τα καλικαντζαράκια κρατούν ένα τεράστιο πριόνι κι αγωνίζονται να κόψουν τον τεράστιο ξύλινο στύλο που κρατά στη θέση της τη Γη. Θέλουν να τον κόψουν για να δουν τη Γη να γκρεμίζεται και τους ανθρώπους να υποφέρουν. Ο στύλος όμως είναι πολύ χοντρός και γι' αυτό χρειάζεται μεγάλη και πολύχρονη προσπάθεια για να καταφέρουν τον κόψουν.


Σίγουρα κάποια μέρα θα τα κατάφερναν, αν δεν είχαν τη συνήθεια να ανεβαίνουν πάνω στη Γη την παραμονή των Χριστουγέννων, για να πειράξουν τους ανθρώπους. Η παραμονή τους στη Γη διαρκεί δώδεκα μέρες. Αφήνουν λοιπόν μισοκομμένο το στύλο και συνεχίζουν την προσπάθειά τους, όταν ξαναγυρίζουν στα Τάρταρα.

 

 

Την παραμονή των Χριστουγέννων ξεκινούν τα καλικαντζαράκια για το μεγάλο ταξίδι τους πάνω στη Γη. Είναι χιλιάδες και ξετρυπώνουν στην επιφάνειά της από τις μυριάδες τρύπες που βρίσκονται στο έδαφός της. Βγαίνουν μέσα από τα φαράγγια και τα πηγάδια, από τις σπηλιές και τις καταβόθρες, τις καταπαχτές και τα πιο μικρά από τις μυρμηγκοφωλιές και διάφορες άλλες μικροσκοπικές τρύπες της Γης!

 

Ο λαός φαντάζεται τους Καλικάντζαρους με ποικίλες μορφές. Πιστεύει ότι είναι όντα δύσμορφα, τριχωτά, λιπόσαρκα και κατάμαυρα. Κατ' άλλους «είναι σαν τους ανθρώπους, όμως μαύροι και άσχημοι και πολύ ψηλοί μαυριδεροί, με κόκκινα μάτια με τράγινα πόδια, με χέρια σαν της μαϊμούς , με τριχωτό όλο τους το σώμα και φορούν σιδεροπάπουτσα», Πολλοί πιστεύουν επίσης ότι είναι κουτσοί, στραβοί , μονοκόμματοι, και πολύ κουτοί.

 


Φοβούνται πολύ το φως και γι' αυτό τη μέρα κρύβονται. Βγαίνουν όμως από τους κρυψώνες τους τη νύχτα και πειράζουν τους ανθρώπους. Μικρά και ευκίνητα, καθώς είναι, μπαίνουν στα σπίτια απ' όπου βρουν.
Από τις καμινάδες, τις κλειδαρότρυπες, τις χαραμάδες των πορτών και των παραθύρων.

 

Οι Καλικάντζαροι επιχειρούν κάθε νύχτα να μπουν στα σπίτια από την καπνοδόχο και να μαγαρίσουν τα φαγητά και το νερό. Τους αρέσει να πλατσουρίζουν μέσα στα δοχεία που έχουν οι νοικοκυρές το λάδι, στα τηγάνια, στα τσουκάλια, στα πιάτα και στους λύχνους που παλαιότερα χρησιμοποιούσαν για το φωτισμό στα χωριά. Λερώνουν τα φαγητά με τα ακάθαρτα νύχια τους και αφήνουν τις βρωμιές τους όπου βρουν προκαλώντας υστερία στις νοικοκυρές και κάνουν το σπίτι αγνώριστο.

 

 Συνήθως το εγχείρημά τους αποτυχαίνει, διότι η φωτιά καίει στο τζάκι συνεχώς και η νοικοκυρά έχει θυμιάσει το σπίτι. Τότε, για να βγάλουν το άχτι τους, κατουρούν από την καπνοδόχο, για να σβήσουν τη φωτιά και να μολύνουν ό,τι ψήνεται σ' αυτή.

 

Η προσπάθεια των Καλικάντζαρων για να μπουν στο σπίτι, κορυφώνεται μετά το σφάξιμο του γουρουνιού, οπότε διεκδικούν μερίδιο από το χοιρινό, που τόσο τους αρέσει, λέγοντας:

 

Θεια λουκάνκο, θεια παστό,

 

θεια λιγάκι γρούνι

 

γιατί είν' η μάνα μ' γκαστρουμένη

 

Επειδή, λοιπόν, τα εμπόδια για να μπουν στο σπίτι είναι πολλά (φωτιά, σταυρός, αγιασμός, εξορκισμοί, δυσώδεις οσμές, άσεμνες φράσεις, θυμίαμα, κ.τ.λ.), επιχειρούν να βλάψουν τον άνθρωπο έξω από το σπίτι. Αλίμονο στους ανθρώπους που θα συναντήσουν έξω και πριν το λάλημα του πετεινού (οπότε γίνονται άφαντοι): τους πειράζουν, τους καβαλικεύουν, τους πιάνουν στο χορό, τους περδικλώνουν κ.τ.λ.

 

Οι καλικάντζαροι εξαφανίζονταν τα Φώτα με τον αγιασμό των νερών.Στις 5 του Γενάρη φεύγουν οι καλικάτζαροι. Ο παπάς με τον αγιασμό τους πανικοβάλλει:

Φεύγετε να φύγουμε,

 

ήρθε ο ζουρλόπαπας,

 

με την αγιαστούρα του

 

και με την άγια βρεχτούρα!

 

Οι παραδόσεις για την προέλευση και τη γέννηση αυτών των όντων ποικίλλουν: σύμφωνα με μία, οι Καλικάντζαροι είναι οι βρυκολακιασμένες ψυχές των στρατιωτών του Ηρώδη.

 Η «παγάνα» που που ξαπόστειλε ο Ηρώδης για να σκοτώσει όλα τα νήπια κάτω των δύο χρόνων, με την ελπίδα πως έτσι θα εξόντωνε και το νεογέννητο Χριστό. Η κατάρα αυτής της παιδοκτονίας τους καταδιώκει και πέρα από τον τάφο.

 

 

 

 

 

 

*** ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΟΥ ΛΑΟΥ ΜΕ ΠΑΓΑΝΑ ***

 

Για τους Καλικάντζαρους, τέλος, έχουν πλαστεί πολλές αφηγήσεις,

που λέγονταν παλιότερα τις μέρες αυτές στα παιδιά.

 

Αναφέρουμε δύο:

 

ΙΣΤΟΡΙΑ Α’

Μια παραμονή των Φώτων ένας μυλωνάς φόρτωσε, κατά τα μεσάνυχτα, το άλεσμά του στο ζώο και κίνησε για το χωριό. Διένυσε μικρή απόσταση και αντιλήφθηκε «ένα κουπάδ' καρκατζαλοί, μι φουνές, μι τραγούδια, μι διουλιά»!

Τα ’χασε ο άνθρωπος. Τι να κάνει; «Για να γλυτώσ', ένα μουνάχα τον έσωζε, να μην τον καταλάβουν!».

«Μια κι δυο ρίχνιτε πάν' στο σαμάρ', ανάμεσα στα δυο σακιά με τ’ αλεύρ’ κι ζαρώνει». Φτάνουν οι καλικατζάλοι, αρχίζουν να πηδούν γύρω - γύρω στο ζώο, και φώναζαν: «να η μια μεριά, να κι η άλλη μερια απ' το γαιδούρ, ο Μυλουνάς πούντος;». Αυτός ο έρημος άχνα δεν έβγαζε. Ευτυχώς το ζώο μετά το πρώτο ξάφνιασμα, συνέχισε να τραβά για το χωριό, με δυσκολία βέβαια, γιατί το περικύκλωναν τα δαιμονικά..

Σαν ζύγουσαν όμως στο χωριό, κουκουρίκου! κουκουρίκου!  ακούεται να λαλάει το πρώτο του πετεινάρ'». Τότε οι καλκάντζαροι  φωνάζουν:

Αϊντιστι να φεύγουμι,

έρχετι ζουρλόπαπας

μι του παλιουμπάκρατσου,

να μας φουτίσει τουν κώλου μας

κι τα κακαβράκια μας.

 

 

 

 

ΙΣΤΟΡΙΑ Β'

Μια γυναίκα είχε ένα κορίτσι κι ένα «προγόνι» (παρακόριτσο) που δεν το αγαπούσε. Μια μέρα που είχαν απλωμένα τα ρούχα στο ποτάμ άφησε το παρακόριτσο να μαζέψει τα ρούχα, ενώ αυτή κι η κόρη της έφυγαν. Στόχος βέβαια της κακής γυναίκας ήταν να νυχτωθεί το προγόνι και να το πάρουν οι Καλικάντζαροι.

Πράγματι, σε λίγο ήρθαν αυτοί και άρχισαν να ρωτούν το κορίτσι, που δεν τους φοβήθηκε και την ρώτησαν:

- Τι  θέλει  η νύφη;

 Αυτή απάντησε :

- Θέλει φστάνι ;». 

Αμέσως η επιθυμία της εκπληρωνόταν. Έτσι, το κορίτσι γύρευε συνεχώς και οι Καλικάντζαροι ικανοποιούσαν το αίτημά της. Προς τα ξημερώματα πια γύρεψε «μια σέλά άλογου». Μόλις το άλογο ήρθε και «κανόνζαν να καβαλκέψει η νύφη, για να φύγουν λάλσι πετεινός κι παν οι καλκατζαροί».

Έμεινε, λοιπόν, η κόρη με όλα τα πράγματα·, καβαλίκεψε το άλογο κι έφτασε στο σπίτι.

 

 

 

 Η παραμάνα σαν έμαθε τα μαντάτα και για να μη μείνει η κόρη της χωρίς πράγματα, την έστειλε το άλλο βράδυ στο ίδιο μέρος. Ήρθαν πάλι οι καλκατζάροι κι τη ρουτούσαν:

 

-         τι θέλει η νύφη;

 

       κι αυτή, άπληστη καθώς ήταν, τα ζήτσε ούλα  μαζί και της έφηραν και τ' άλογο γλήγορα , κι έτσι την πήραν κι έφυγαν».

 

 

Γράφει ο Κώστας Δ. Ζαγγογιάννης